«Απόπειρα Βιασμού» από τον Γιώργο Ντόβα
Απόσπασμα από το Κεφάλαιο 3.
Διαθέσιμο σε έντυπη και ψηφιακή μορφή (eBook) εδώ!
«Ωραία. Πάει και αυτό.» Είπε ικανοποιημένη η Τερέζα. «Είμαι πολύ ευχαριστημένη που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Τελικά ήμουν τυχερή μέσα στην ατυχία μου.»
«Έτσι είναι. Και εγώ είμαι πολύ ευχαριστημένος που είμαι εδώ μαζί σου.»
«Σου ανάτρεψα όμως όλη σου τη ζωή.» Σχολίασε χαμογελώντας.
«Δεν βαριέσαι. Είναι μία πολύ καλή ανατροπή θα έλεγα.» Της απάντησε και εκείνος.
«Χαίρομαι που το βλέπεις, έτσι.»
«Δεν θα μπορούσα, να το δω αλλιώς. Άλλωστε εγώ το πρότεινα. Και ήξερα πάρα πολύ καλά τι έκανα.»
«Δεν είμαι και τόσο σίγουρη!» Είπε πειρακτικά η Τερέζα. «Θα περάσεις τους επόμενους δέκα μήνες, συντροφιά με μία κακομαθημένη έφηβη. Ούτε ψύλλος στον κόρφο σου, Κύριε Αλέξανδρε.»
«Δεν νομίζω να είναι. Έτσι. Πρώτον δεν είναι έφηβη. Είναι μία πολύ γλυκιά γυναίκα. Δεύτερον δεν είναι καθόλου κακομαθημένη. Και τρίτον, ελπίζω να περάσω μαζί της, πολύ περισσότερο από δέκα μήνες.»
Η Τερέζα, πήγε κοντά του και τον φίλησε αυθόρμητα στο μάγουλο.
«Είσαι, τόσο καλός!» Είπε και κοκκίνισε.
«Και εσύ το ίδιο.» Απάντησε ο Αλέξανδρος. «Τώρα τι κάνουμε, όμως;»
«Τι προτείνεις;» Τον ρώτησε.
Της πρότεινε να πάνε για φαγητό, μια που είχε περάσει το μεσημέρι με όλα αυτά. Και η Τερέζα, συμφώνησε.
Πήγαν σε ένα πολύ ωραίο εστιατόριο στην Βάρκιζα. Και συζήτησαν διάφορα.
Ο Αλέξανδρος πρότεινε να πάνε μετά στο Σπίτι του, για να μαζέψει όσα ρούχα μπορούσε. Μετά της πρότεινε, αύριο να πάνε μία ολιγοήμερη εκδρομή. Θα ήταν μία ευκαιρία, να αλλάξουν παραστάσεις και ξεχάσουν τις άσχημες καταστάσεις των τελευταίων ημερών.
Η Τερέζα, χτύπησε με χαρά τα χέρια της.
«Ξέρεις, τι θέλω;» Του είπε.
«Τι θέλεις, χαρά μου;»
«Δεν ξέρω εάν γίνεται, αλλά θα το πω. Θέλω να πάμε τέσσερις ημέρες σε ένα χλιδάτο Ξενοδοχείο στην Μύκονο!»
«Και γιατί να μην γίνεται; Είναι και εύκολο επειδή ακόμη δεν έχει αρχίσει η καλοκαιρινή σεζόν. Δεν βλέπω να υπάρχει κάποιο θέμα. Αλλά γιατί στην Μύκονο;»
«Έτσι, το έχω απωθημένο. Το ζητούσα συνέχεια από την μητέρα μου και ποτέ δεν μου το έκανε. Ο πατέρας μου, πήγαινε συνέχεια εκεί με διάφορες φίλες του. Καταλαβαίνεις βέβαια, τι φίλες!»
«Καταλαβαίνω. Αλλά γιατί όμως, η μητέρα σου δεν σε πήγαινε;»
«Γιατί έλεγε, ότι εκεί πηγαίνουν όλες οι ξετσίπωτες. Μία φορά είχα δει, τυχαία, όταν έψαχνα τα συρτάρια του Γραφείου του πατέρα μου, κάτι φωτογραφίες δικές του με κάποιες κοπέλες, γυμνόστηθες. Μάλιστα!»