«Ελένη και Μενέλαος» από τον Γιώργο Ντόβα
Απόσπασμα από το Κεφάλαιο 2. Επιστροφή στην Αθήνα!
Διαθέσιμο σε έντυπη και ψηφιακή μορφή (eBook) εδώ!
…Πάλι δίψασαν και ο Μενέλαος πήγε και έφερε παγωμένες λεμονάδες από το ψυγείο.
Τις ήπιαν και μετά ντύθηκαν.
«Δεν θέλω να πάω σπίτι μου.» Του είπε ναζιάρικα. «Δεν θέλω να φύγω από κοντά σου. Θέλω να κοιμηθούμε μαζί. Να με έχεις αγκαλιά όλη την νύχτα. Αλλά μάλλον αυτό δεν γίνεται, έτσι;»
«Και ποιος σου είπε ότι δεν γίνεται!» Της απάντησε.
«Και η κόρη σου; Τι θα πει;»
«Η Έμα, η κόρη μου, είναι εξελιγμένο παιδί. Από την αρχή έχουμε καθορίσει ορισμένους κανόνες. Έχει αποδεχτεί ότι υπάρχει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Βέβαια, είναι αλήθεια ότι τα δύο χρόνια που μένει μαζί μου, δεν έχω κάνει σοβαρό δεσμό και δεν έχει δει γυναίκα στο σπίτι. Αλλά πάντα υπάρχει η πρώτη φορά.»
«Σοβαρά; Θέλεις να μου πεις ότι δεν υπάρχει θέμα να με δει και να μείνω εδώ;»
«Σοβαρότατα. Αυτό θέλω να πω. Και επειδή την ξέρω, θα σε συμπαθήσει αμέσως. Άσε δε, που μπορεί να έχετε και ένα κοινό σημείο.»
«Αλήθεια; Ποιό;»
«Φέτος πηγαίνει δευτέρα Λυκείου και πρέπει να διαλέξει κατεύθυνση. Το έχουμε συζητήσει και η Αρχιτεκτονική είναι μέσα στις επιλογές της. Την γοητεύει η ιδέα της δημιουργίας και σχεδιάζει από μικρή.»
«Μπράβο. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαίρομαι. Πιστεύω ότι μπορώ να την βοηθήσω πολύ.»
«Είδες, λοιπόν. Οπότε εάν θέλεις να μείνεις, μένεις χωρίς πρόβλημα.»
«Εντάξει. Επειδή όμως αρχίζω και αισθάνομαι διάφορα πράγματα, μπορούμε για λίγο να μιλήσουμε σοβαρά;»
«Φυσικά. Σε ακούω.»
«Θα ήθελα να με ακούσεις προσεκτικά, χωρίς να με διακόψεις. Αυτό εμένα δεν μου έχει ξανασυμβεί. Και εννοώ δύο πράγματα. Από την μία, αυτή η πληθώρα αισθημάτων και συναισθημάτων, που με έχει πλημυρίσει. Από την άλλη η προσέγγιση και το υπέροχο φέρσιμο σου. Έχεις μπει μέσα στα κύτταρα μου και δεν μπορώ να ζήσω πλέον χωρίς εσένα. Είμαι τρελή και παλαβή για σένα και δεν διστάζω να το παραδεχτώ. Και αυτό για μένα, είναι πρωτόγνωρο. Όσοι με γνωρίζουν καλά, μπορούν να στο διαβεβαιώσουν. Δεν ξέρω για τα δικά σου αισθήματα, αλλά ήθελα να ξέρεις τα δικά μου.»
Λέγοντας αυτά σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε διστακτικά στα μάτια. Διέκρινε ένα φόβο στο βλέμμα της. Την αγκάλιασε και την φίλησε γλυκά…